φιούμπα

φιούμπα
φιούμπα, η και φλιούμπα, η
(λ. ιταλ.), είδος πόρπης υποδήματος, αγκράφα, τοκάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιούμπα — και φλιούμπα, η, Ν πόρπη υποδήματος, αγκράφα …   Dictionary of Greek

  • ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… …   Dictionary of Greek

  • φλιούμπα — η, Ν βλ. φιούμπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”